ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ - ''ΣΕ ΛΑΙΚΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ''... 15 ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΚΡΙΑ ΜΑΣ...30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2005..ΗΤΑΝ 59 ΕΤΩΝ
ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ - ''ΣΕ ΛΑΙΚΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ''...
15 ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΚΡΙΑ ΜΑΣ...30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2005..ΗΤΑΝ 59 ΕΤΩΝ
15 ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΚΡΙΑ ΜΑΣ...30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2005..ΗΤΑΝ 59 ΕΤΩΝ
Ο Πάνος Γεραμάνης (Βασιλικό Εύβοιας, Δεκέμβριος 1945 – Αγιά Πρέβεζας, 30 Απριλίου 2005) ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, βιογράφος, συγγραφέας και ερευνητής της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.
Σε νεαρή ηλικία το 1964 άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα Αγροτική Φωνή της Χαλκίδας,για να συνεργαστεί στη συνέχεια με πλήθος καθημερινών ή μη εντύπων αθλητικής (Άθενς Φούτμπολ, Αθλητικά Χρονικά, Ματιές στα Σπορ, Ομάδα, Πειραϊκά Σπορ, Φως των Σπορ) και ποικίλης ύλης (Απογευματινή, Ακρόπολις, Έθνος και Ελληνοσοβιετικά Χρονικά, Πρώτη, Κέρδος, Τα Νέα).Τα επαγγελματικά και προσωπικά του ενδιαφέροντα επεκτείνονταν στη μουσική, κυρίως στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού του περασμένου αιώνα, το ποδόσφαιρο και το ραδιόφωνο.
Απεβίωσε στην εξοχική του κατοικία το Μεγάλο Σάββατο του 2005, εξαιτίας καρδιακής ανακοπής και σε ηλικία 59 ετών. Η βιογραφία του εκδόθηκε το 2010 από τον πανεπιστημιακό καθηγητή Ιστορίας και συγγραφέα Βασίλη Καρδάση, με τη συμπερίληψη ηχητικού υλικού συνέντευξής του στην κρατική ραδιοφωνία. Τη δεκαετία του 2010 ο φορέας επικουρικής ασφάλισης του δημοσιογραφικού κλάδου ΕΔΟΕΑΠ, θέσπισε το Έπαθλο Πάνος Γεραμάνης για απονομή στα πλαίσια των ετήσιων βραβεύσεων του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αθλητικού Τύπου (ΠΣΑΤ) σε μέλη του.
Στήριξε όσο λίγοι το καλό λαϊκό τραγούδι μέσα από το ραδιόφωνο, τις εφημερίδες, τα περιοδικά και τις επανεκδόσεις δίσκων που επιμελούνταν,
προβάλλοντας μεταξύ άλλων τους αφανείς εργάτες του. Η «φυγή» του σκόρπισε θλίψη σε συγγενείς, συναδέλφους, καλλιτέχνες αλλά και στους αμέτρητους αναγνώστες και ακροατές του, που στο πρόσωπό του αναγνώριζαν έναν ανιδιοτελή και αυθεντικό λάτρη του λαϊκού ρεπερτορίου, το οποίο προσέγγιζε με συνέπεια, ευθύνη, γνώση και ήθος.
προβάλλοντας μεταξύ άλλων τους αφανείς εργάτες του. Η «φυγή» του σκόρπισε θλίψη σε συγγενείς, συναδέλφους, καλλιτέχνες αλλά και στους αμέτρητους αναγνώστες και ακροατές του, που στο πρόσωπό του αναγνώριζαν έναν ανιδιοτελή και αυθεντικό λάτρη του λαϊκού ρεπερτορίου, το οποίο προσέγγιζε με συνέπεια, ευθύνη, γνώση και ήθος.
